δουκάτο

δουκάτο
Περιοχή ή χώρα που διοικείται από δούκα. Αρχικά ο δούκας ήταν στρατιωτικός ηγέτης και δεν είχε οργανική σχέση με την περιοχή που διοικούσε. Ο όρος δ. εμφανίστηκε στις αρχές του 7ου αι. για να χαρακτηρίσει τη μεγάλη εδαφική περιοχή που κατείχε ο δούκας, ο οποίος εξασφάλιζε με δικά του μέσα την άμυνά της και μεταβίβαζε στους διαδόχους του τα δικαιώματά του σε αυτήν. Το δ. ήταν τιμάριο του στέμματος και ο δούκας υποτελής του βασιλιά, δεύτερος στην ιεραρχία μετά από αυτόν. Τα δ. διαδραμάτισαν σπουδαίο πολιτικό ρόλο κυρίως στη Γερμανία, γιατί, μέχρι την εποχή της εδραίωσης της αυτοκρατορικής εξουσίας, αποτελούσαν ουσιαστικά ανεξάρτητα κράτη. Στους νεότερους χρόνους εξακολούθησαν να υπάρχουν ως αυτοτελή κράτη, μόνο όπου που δεν επιβλήθηκε η κεντρική εξουσία. Σήμερα διατηρείται μόνο το δ. του Λουξεμβούργου, που χαρακτηρίζεται ως Μέγα. Δ. ονομαζόταν επίσης και ένα είδος χρυσού νομίσματος που έκοψε η Δημοκρατία της Βενετίας το 1284. Ζύγιζε περίπου 3,53 γρ. και στη μία όψη απεικόνιζε τον Άγιο Μάρκο να προσφέρει το λάβαρο στον γονατισμένο δόγη και στην άλλη τον Χριστό με ένα φωτοστέφανο από αστέρια. Στη μία όψη έφερε επίσης το όνομα του δόγη. Η ονομασία του νομίσματος προερχόταν από την επιγραφή της άλλης όψης που περιείχε τη λέξη ducatum, η οποία αναφερόταν στο κράτος της Βενετίας. Το δ. κυκλοφορούσε με την ίδια μορφή και το ίδιο βάρος έως το τέλος της Δημοκρατίας (1797). Απομίμηση του δ. κυκλοφόρησε στη Ρώμη από τη ρωμαϊκή Σύγκλητο (1350-1439, στο οποίο η μορφή του Αγίου Μάρκου αντικαταστάθηκε με τη μορφή του Αγίου Πέτρου), στη Μάλτα (με την εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή) και στις χώρες της Ανατολής έως την Ινδία. Δ. ονομάζονταν επίσης και τα χρυσά νομίσματα που έκοβαν και άλλα κράτη της Ιταλίας από τον 15ο έως τον 17ο αι. Η λέξη δ. προέρχεται, κατά πιθανή εκδοχή, από τα χρυσά νομίσματα των βυζαντινών αυτοκρατόρων, Κωνσταντίνου I’ (1059-67) και του διαδόχου του, Μιχαήλ (1071-78), στα οποία είχαν αναγράψει και το οικογενειακό τους όνομα Δούκας. Δουκάτο της Βενετίας του 14ου αι.
* * *
το (Μ δουκάτον)
1. περιοχή, χώρα, που διοικείται από δούκα
2. χρυσό ή ασημένιο νόμισμα κρατών τής Ευρώπης από τον 12ο ώς τον 19ο αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ducato < λατ. ducatum «αυτό που ανήκει στον δούκα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Δουκάτο — Sp Dukãtas Ap Δουκάτο/Doukato L Leukadės s. kyš. Jonijos j., Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • δουκάτο — το 1. περιοχή που διοικούσε ο δούκας. 2. παλιό νόμισμα, χρυσό ή αργυρό, πολλών κρατών της Ευρώπης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μέγα Δουκάτο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 415 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, σε απόσταση 8 χλμ. ΝΔ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέου Σιδηροχωρίου …   Dictionary of Greek

  • Μικρό Δουκάτο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 182 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 10 χλμ. Ν της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέου Σιδηροχωρίου …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Βουργουνδία — (Bourgogne). Διοικητική περιφέρεια (31.582 τ. χλμ., 1.610.067 κάτ. το 1999) της κεντροανατολικής Γαλλίας, η οποία διαιρείται στα διαμερίσματα Ιόν (Yonne), Χρυσή Ακτή (Côte d’Or), Σον ε Λουάρ (Saône et Loire) και Νιέβρ (Nièvre). Η Β. είναι κατά το …   Dictionary of Greek

  • Γουλιέλμος — I Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος δουκών της Ακουιτανίας, Γκιγιόμ (Guillaume). 1. Γ. Α’ ο Ευσεβής (; – 918). Δούκας της Aκουιτανίας (898 ή 909 918) και κόμης της Τουλούζ (885 918), γιος του Βερνάρδου κόμη της Ωβέρνης. Το 910 ίδρυσε το μοναστήρι …   Dictionary of Greek

  • Λουξεμβούργο — I Κράτος της κεντροδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με τη Γερμανία, στα Ν με τη Γαλλία, στα Δ και στα Β με το Βέλγιο.Το έδαφος του Λ. περιλαμβάνεται στα σύνορα που καθορίστηκαν το 1839, όταν η χώρα έχασε το δυτικό τμήμα της, πεδινό κατά το… …   Dictionary of Greek

  • Πρωσία — (Preussen). Ιστορική περιοχή της Γερμανίας που μέχρι το 1945 αποτελούσε την περισσότερο εκτεταμένη περιοχή της χώρας με 13 επαρχίες, περιλαμβανομένης και της πρωτεύουσας Βερολίνου. Μετά το B’ Παγκόσμιο πόλεμο η Π. εξαφανίστηκε από τις εσωτερικές… …   Dictionary of Greek

  • Κουρλάνδη — (Kurland). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 26.000 τ. χλμ.) της βορειοανατολικής Ευρώπης, στην ακτή της Βαλτικής θάλασσας, στις δυτικές όχθες του κόλπου της Ρίγα και ΝΔ του ποταμού Ντβίνα. Σήμερα αποτελεί το δυτικό μέρος της Λετονίας. Αναφέρεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”